Σαρδόνιος

Σαρδόνιος
και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος τής Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τής γεν. τού ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής *Σαρδών) + κατάλ. -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαρδόνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρδόνιος — α, ο / σαρδόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, ία, ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α (κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση τού προσώπου νεοελλ. «σαρδόνιο… …   Dictionary of Greek

  • σαρδόνιος — α, ο σαρκαστικός, γεμάτος κακία: Σαρδόνιο γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαρδόνιος — Σαρδώ Mete.. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο …   Dictionary of Greek

  • σαρδονίη — σαρδόνιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρδονίους — σαρδόνιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρδόνιοι — σαρδόνιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”